- ἀναφάλακρος
- ἀναφάλακρος, ον,A forehead-bald, PPetr.3p.9, Procl.Par.Ptol.203, BGU998, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναφάλακρος — η, ο (Α ἀναφάλακρος, ον) 1. ελαφρά φαλακρός, με αραιό τρίχωμα 2. γυμνός ή σχεδόν γυμνός (τόπος) … Dictionary of Greek